Μετάβαση στο περιεχόμενο

cage

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cage cages

cage (en)

  • το κλουβί
      One of the tigers in the zoo broke loose from its cage.
    Μία από τις τίγρεις του ζωολογικού κήπου το 'σκασε από το κλουβί της.
ενεστώτας cage
γ΄ ενικό ενεστώτα cages
αόριστος caged
παθητική μετοχή caged
ενεργητική μετοχή caging

cage (en)

  • φυλακίζω, βάζω σε κλουβί
      Why cage (up) the poor little birds!
    Γιατί να φυλακίζουν τα καημένα τα πουλάκια μέσα στα κλουβιά!
      I feel caged up in here.
    Νιώθω φυλακισμένος εδώ μέσα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη coop up



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cage (fr) θηλυκό