cage
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cage | cages |
cage (en)
- το κλουβί
- ⮡ One of the tigers in the zoo broke loose from its cage.
- Μία από τις τίγρεις του ζωολογικού κήπου το 'σκασε από το κλουβί της.
- ⮡ One of the tigers in the zoo broke loose from its cage.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cages |
αόριστος | caged |
παθητική μετοχή | caged |
ενεργητική μετοχή | caging |
cage (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cage (fr) θηλυκό