κλουβί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλουβί | τα | κλουβιά |
γενική | του | κλουβιού | των | κλουβιών |
αιτιατική | το | κλουβί | τα | κλουβιά |
κλητική | κλουβί | κλουβιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλουβί < μεσαιωνική ελληνική κλουβί(ν) < κλουβίον < ελληνιστική κοινή κλωβίον < αρχαία ελληνική κλωβός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλουβί ουδέτερο
- μικρή (ή και μεγαλύτερη) κατασκευή, κατασκευασμένη από χοντρά σύρματα ή άλλα υλικά, εντός της οποίας περιορίζονται πουλιά ή ζώα
- (μεταφορικά) μικρή κατοικία που περιορίζει τους ενοίκους της κι εντός της οποίας ασφυκτιούν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)