μεγαλύτερη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈli.te.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λύ‐τε‐ρη
- ομόηχο: μεγαλύτεροι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεγαλύτερη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεγαλύτερος