calibrate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]calibrate (en)
- καλιμπράρω· φροντίζω ώστε η μέτρηση να ανταποκρίνεται στην βαθμονόμηση
- ρυθμίζω ένα σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται προβλέψιμα και όπως επιθυμώ
- βαθμονομώ
calibrate (en)