calibrate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

calibrate (en)

  1. καλιμπράρω· φροντίζω ώστε η μέτρηση να ανταποκρίνεται στην βαθμονόμηση
  2. ρυθμίζω ένα σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται προβλέψιμα και όπως επιθυμώ
  3. βαθμονομώ