carambouiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
carambouiller (fr)
- (μεταβατικό) μεταπωλώ αφού έχω αγοράσει κάτι με πίστωση χωρίς να έχω εξοφλήσει το χρέος του
carambouiller (fr)