carbonaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carbonaro (it) αρσενικό (θηλυκό carbonara)
- (πολιτική) καρμπονάρος, το μέλος της καρμποναρίας
carbonaro (it) αρσενικό (θηλυκό carbonara)