carbonara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carbonara < carbonaro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carbonara (it) θηλυκό (αρσενικό carbonaro)

  1. (πολιτική) καρμπονάρα, η γυναίκα μέλος της καρμποναρίας
  2. (γαστρονομία) τύπος μακαρονάδας