Μετάβαση στο περιεχόμενο

μακαρονάδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαρονάδα οι μακαρονάδες
      γενική της μακαρονάδας των μακαρονάδων
    αιτιατική τη μακαρονάδα τις μακαρονάδες
     κλητική μακαρονάδα μακαρονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρώγοντας μακαρονάδα (Αλμπέρτο Σόρντι, από την ταινία Ένας Αμερικανός στη Ρώμη)
μακαρονάδα < μακαρόν(ι) + -άδα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ka.ɾoˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακαρονάδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακαρονάδα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) φαγητό με μακαρόνια
  2. ένα πιάτο με μακαρόνια

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη μακαρόνι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]