μακαρονάδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
- μακαρονάδα < μακαρόν(ι) + -άδα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ka.ɾoˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρο‐νά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακαρονάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) φαγητό με μακαρόνια
- ένα πιάτο με μακαρόνια
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μακαρόνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακαρονάδα
|