μακαρόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μακαρόνια | ||
γενική | των | μακαρονιών | ||
αιτιατική | τα | μακαρόνια | ||
κλητική | μακαρόνια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακαρόνια → δείτε τη λέξη μακαρόνι
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/98/Spaghetti-prepared.jpg/220px-Spaghetti-prepared.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.kaˈɾo.ɲa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακαρόνια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) φαγητό με μακαρόνια, ίσως συνοδευμένα από κάτι άλλο που δηλώνεται ως προσδιοριστικό ή μαγειρεμένα με ιδιαίτερο τρόπο
- έχουμε σήμερα μακαρόνια με κιμά
- ένα πιάτο με αυτό με το φαγητό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακαρόνια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μακαρόνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακαρόνι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)