career
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
career | careers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]career (en)
- η καριέρα, η σταδιοδρομία
- ⮡ He worked hard and managed to flourish in his career.
- Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να προκόψει στην καριέρα του.
- ⮡ He worked hard and managed to flourish in his career.