Μετάβαση στο περιεχόμενο

career

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
career careers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

career (en)

  • η καριέρα, η σταδιοδρομία
      He worked hard and managed to flourish in his career.
    Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να προκόψει στην καριέρα του.