carriole
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]carriole (fr) θηλυκό
Σημείωση: στα αγγλικά η λέξη carriole σημαίνει μικρό κάρο που σέρνουν άλογα
carriole (fr) θηλυκό
Σημείωση: στα αγγλικά η λέξη carriole σημαίνει μικρό κάρο που σέρνουν άλογα