catarracte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

catarracte (fr) θηλυκό (παρωχημένο)

  • καταρράκτης· απαρχαιωμένη γραφή του cataracte
    ※  καταῤῥήσσω, disrumpo, cum impetu desidere facio. C'est de la même racine que dérive le mot catarracte, grande chûte d'eau
    καταῤῥήσσω, disrumpo, cum impetu desidere facio. Είναι από την ίδια ρίζα που δίνει τη λέξη καταρράκτης, μεγάλη πτώση υδάτων
    (υποσημείωση στο Notes sur l'histoire des animaux d'Aristote (par M. Camus, avocat au Parlement, censeur royal, etc.), τόμ. ΙΙ (Παρίσι 1783), σ. 171)
    ※  Ce qui a particulièrement contribué à la célébrité de Schaffhouse dans toute l'Europe, c'est la catarracte du Rhin, à une lieue de Schaffhouse près le château
    Αυτό που συνεισέφερε σημαντικά στην διασημότητα της Σεφφχούζ σε όλη την Ευρώπη, είναι ο καταρράκτης του Ρήνου, σε μια περιοχή του Σεφφχούζ κοντά στο κάστρο
    (Manuel des voyageurs sur le Rhin, Aloys Schreiber, 1831, σελ. 13 [1])