Μετάβαση στο περιεχόμενο

categorize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας categorize
γ΄ ενικό ενεστώτα categorizes
αόριστος categorized
παθητική μετοχή categorized
ενεργητική μετοχή categorizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
categorize < category + -ize

categorize (en)