celebrity
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
celebrity | celebrities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]celebrity (en)
- η διασημότητα, το διάσημο πρόσωπο
- ⮡ She considers herself a celebrity.
- Θεωρεί τον εαυτό της διασημότητα.
- ⮡ The opening ceremony of the film festival was attended by actors, directors and other celebrities.
- Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.
- ⮡ If you saw a celebrity, what would you ask them?
- Αν έβλεπες έναν διάσημο, τι θα τον ρωτούσες;
- ⮡ She considers herself a celebrity.
- (μη μετρήσιμο) η διασημότητα, το να είναι κανείς διάσημος
- ⮡ Celebrity is sometimes a bother.
- Η διασημότητα είναι μπελάς καμία φορά.
- ⮡ Celebrity is sometimes a bother.