Μετάβαση στο περιεχόμενο

celebrity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
celebrity celebrities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

celebrity (en)

  1. η διασημότητα, το διάσημο πρόσωπο
      She considers herself a celebrity.
    Θεωρεί τον εαυτό της διασημότητα.
      The opening ceremony of the film festival was attended by actors, directors and other celebrities.
    Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.
      If you saw a celebrity, what would you ask them?
    Αν έβλεπες έναν διάσημο, τι θα τον ρωτούσες;
  2. (μη μετρήσιμο) η διασημότητα, το να είναι κανείς διάσημος
      Celebrity is sometimes a bother.
    Η διασημότητα είναι μπελάς καμία φορά.