Μετάβαση στο περιεχόμενο

certi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
certi < cert- + -i
ρήμα certi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας certas certanta certata
αόριστος certis certinta certita
μέλλοντας certos certonta certota
υποθετική certus - -
προστακτική certu - -

certi (eo)