cesio
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cesio < νεολατινική caesium
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cesio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: καίσιο
Πηγές
[επεξεργασία]- cesio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).