charrue
Από Βικιλεξικό
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
charrue
(fr)
θηλυκό
το
αλέτρι
, το
άροτρο
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Γαλλική γλώσσα
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Βικιλεξικό:Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Aragonés
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Ido
Italiano
한국어
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Norsk
Polski
Română
Armãneashti
Русский
Türkçe
Tiếng Việt
中文