chiffon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chiffon < chiffe (fr)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chiffon (fr) αρσενικό

  1. κομμάτι από παλιό ύφασμα
  2. (συνεκδοχικά) τσαλακωμένα ρούχα
  3. (καθομιλουμένη) γυναικεία ρούχα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • parler chiffons : μιλάω για ρούχα
  • agiter le chiffon rouge : αναφέρω ένα θέμα που ξέρω ότι θα προκαλέσει έντονη συζήτηση
  • passer un coup de chiffon : ξεσκονίζω στα γρήγορα

Συγγενικά[επεξεργασία]