chiffonnier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chiffonnier (fr) αρσενικό, chiffonnière θηλυκό

  1. αυτός που μαζεύει τα παλιά ρούχα για να τα πουλήσει, ο ρακοσυλλέκτης
  2. η σιφονιέρα (έπιπλο)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • dispute de chiffonniers : καυγάς, θορυβώδης τσακωμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]