choix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
choix (fr) αρσενικό
- εκλογή
- Le choix est difficile. Η εκλογή είναι δύσκολη.
- επιλογή
- Le choix entre deux possibilités. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο δυνατότητες.