cień
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cień (pl) αρσενικό
- η σκιά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- bać się własnego cienia: φοβάμαι και τη σκιά μου
- teatr cieni: θέατρο σκιών