Μετάβαση στο περιεχόμενο

circus

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
circus circuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circus (en)

  • το τσίρκο
      Tightrope walkers are our circus’s main attraction.
    Οι σχοινοβάτες είναι η κεντρική ατραξιόν του τσίρκου μας.