circus
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
circus | circuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]circus (en)
- το τσίρκο
- ⮡ Tightrope walkers are our circus’s main attraction.
- Οι σχοινοβάτες είναι η κεντρική ατραξιόν του τσίρκου μας.
- ⮡ Tightrope walkers are our circus’s main attraction.