coherent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kəˈhɪə.rənt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /koʊˈhɛrənt/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
coherent (en)
- συνεκτικός, που έχει συνοχή