collapsible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
collapsible < collapse + -ible

Επίθετο

[επεξεργασία]

collapsible (en)

  • σπαστός
    a collapsible cane - σπαστό μπαστούνι

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]