collider

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

collider (en)

  • ατομικός επιταχυντής σύγκρουσης, συγκρούστης