commensalism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/kəˈmɛns(ə)lɪz(ə)m/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

commensalism (en) μόνο ενικός

  • (βιολογία) συμβιωτική σχέση (ή απλή σχέση-αλληλεπίδραση όχι απόλυτης εξάρτησης) μεταξύ δυο οργανισμών κατά την οποία ο ένας επωφελείται-ωφελείται κι ο άλλος δεν αποκομίζει ούτε όφελος ούτε βλάβη-ζημία