compactified

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

compactified (en)

  • (φυσική) που έχει συμπαγοποιθεί, εκφυλιστικά συμπαγής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Compactified Reduction from Five to Four Space-Time Dimensions of the Antisymmetric Tensor Field - arXiv.org (σε οποιαδήποτε μηχανή αναζήτησης)