conceivable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

conceivable (en)

  • νοηματικά αντιληπτός, που μπορούμα να τον αντιληφθούμε