concordar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- concordar < από το λατινικό concordāre
Ρήμα[επεξεργασία]
concordar (pt)