condescender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- condescender < από το λατινικό condescendere
Ρήμα
[επεξεργασία]condescender (pt)
- συναινώ, συγκατατίθεμαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου
- λειτουργώ συγκαταβατικά