connectomics
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]connectomics < connectome (δικτύωμα) + -ics
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η δικτυωμική
- (η δικτυωματική)
connectomics < connectome (δικτύωμα) + -ics