conquéramment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conquéramment < conquérant + -ment
Επίρρημα[επεξεργασία]
conquéramment (fr)
- κατακτητικά, με συμπεριφορά κατακτητή
conquéramment (fr)