contortionist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

contortionist (τσίρκο) "άνθρωπος λάστιχο", ευλύγιστος περφόρμερ-γυμναστής