contraindicate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɒntrəˈɪndɪkeɪt/
Ρήμα[επεξεργασία]
contraindicate (en)
- (φαρμακευτική) δηλώνω ότι υπάρχει αντένδειξη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- be contraindicated: αντενδείκνυμαι