Μετάβαση στο περιεχόμενο

crackling

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. διάσπαρτα κλικ σε τηλεφωνική συνομιλία, στον ασύρματο, σε μέσο αποθήκευσης ή αναπαραγωγής ήχου κτλ.
  2. διάσπαρτοι σπαστοί κρότοι