Μετάβαση στο περιεχόμενο

creative

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός creative
συγκριτικός more creative
υπερθετικός most creative

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
creative < create + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

creative (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημιουργικός, που έχει σχέση με τη δημιουργία
      Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
    Η ευθυγράμμιση μεταξύ των εμπορικών και δημιουργικών μας στόχων είναι ζωτικής σημασίας.
      The creative team is working on a new project.
    Η δημιουργική ομάδα εργάζεται σε ένα νέο έργο.
  2. δημιουργικός, που έχει την ικανότητα να είναι δημιουργικός
      She has a creative mind.
    Έχει δημιουργικός νους.
      He is very creative and has many interesting ideas.
    Είναι πολύ δημιουργικός και έχει πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες.

Σύνθετα

[επεξεργασία]