creative
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | creative |
συγκριτικός | more creative |
υπερθετικός | most creative |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]creative (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δημιουργικός, που έχει σχέση με τη δημιουργία
- ⮡ Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
- Η ευθυγράμμιση μεταξύ των εμπορικών και δημιουργικών μας στόχων είναι ζωτικής σημασίας.
- ⮡ The creative team is working on a new project.
- Η δημιουργική ομάδα εργάζεται σε ένα νέο έργο.
- ⮡ Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
- δημιουργικός, που έχει την ικανότητα να είναι δημιουργικός
- ⮡ She has a creative mind.
- Έχει δημιουργικός νους.
- ⮡ He is very creative and has many interesting ideas.
- Είναι πολύ δημιουργικός και έχει πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες.
- ⮡ She has a creative mind.