creep in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

creep in (en)

  • παρεισφρέω, γλιστρώ μέσα, εισέρχομαι/μπαίνω αθόρυβα ή ύπουλα