cuore
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cuore (it) αρσενικό
- (ιατρική) η καρδιά
- (ιατρική) καρδιακή νόσος
- παιχνίδια η μία ομάδα στα χαρτιά που έχουν σαν σύμβολο την καρδιά, λέγονται και κούπες
- (γαστρονομία) η καρδιά των ζώων μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους