cuore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

το ανατομικό όργανο της καρδιάς
άσσος κούπα, η καρδιά το σύμβολο της ομάδας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cuore < λατινική cŏr

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cuore (it) αρσενικό

  1. (ιατρική) η καρδιά
  2. (ιατρική) καρδιακή νόσος
  3. παιχνίδια η μία ομάδα στα χαρτιά που έχουν σαν σύμβολο την καρδιά, λέγονται και κούπες
  4. (γαστρονομία) η καρδιά των ζώων μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους