cursivement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cursivement < cursif (θηλυκό: cursive) + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

cursivement (fr)