débinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- débinage < débiner
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débinage (fr) αρσενικό
- η αποκάλυψη ενός μυστικού ταχυδακτυλουργού
- Le débinage peut être volontaire en violation de la règle déontologique en usage dans ce domaine ou involontaire par maladresse en ratant l’exécution du tour.
- (οικείο) η κακολογία, το θάψιμο