débinage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

débinage < débiner

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.bi.naʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

débinage (fr) αρσενικό

  1. η αποκάλυψη ενός μυστικού ταχυδακτυλουργού
    Le débinage peut être volontaire en violation de la règle déontologique en usage dans ce domaine ou involontaire par maladresse en ratant l’exécution du tour.
  2. (οικείο) η κακολογία, το θάψιμο