déjà-vu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]déjà-vu (fr) άκλιτο
- λέγεται για κάτι που προϋπήρχε αλλά εμφανίζεται ως νεωτερισμός
- ντεζά βι
déjà-vu (fr) άκλιτο