déréglément

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: dérèglement

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

déréglément < déréglé

Επίρρημα[επεξεργασία]

déréglément (fr)