dérougir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dérougir < dé- + rougir

dérougir (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ça ne dérougit pas !: η δουλειά δεν σταματάει, δεν λιγοστεύει (λέγεται σε περίοδο αιχμής)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]