dérougir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]dérougir (fr)
- (για άνθρωπο, πράγμα, μέρος του σώματος...) χάνω το κατακόκκινο χρώμα μου
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ça ne dérougit pas !: η δουλειά δεν σταματάει, δεν λιγοστεύει (λέγεται σε περίοδο αιχμής)