daŭr-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

daŭr- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: διάρκεια

Παράγωγα

[επεξεργασία]