dab
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dab (en)
- χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
- απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dab (en)
- λιγουλάκι
- ακροδάχτυλο
- ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση