decken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
decken (de)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- den Tisch decken - στρώνω το τραπέζι