demesne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

demesne (en)

  • η έκταση γης που ανήκε σε έναν φεουδάρχη και δεν την είχε εκμισθώσει, αλλά την κρατούσε για ιδιωτική του χρήση