demesne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
demesne (en)
- η έκταση γης που ανήκε σε έναν φεουδάρχη και δεν την είχε εκμισθώσει, αλλά την κρατούσε για ιδιωτική του χρήση
demesne (en)