demiurge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: démiurge

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

demiurge (en)

  1. Δημιουργός, κοσμοπλάστης
  2. (φιλοσοφία) Θεός που έπλασε τον υλικό μα όχι τον πνευματικό κόσμο