demiurge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]demiurge (en)
- Δημιουργός, κοσμοπλάστης
- (φιλοσοφία) Θεός που έπλασε τον υλικό μα όχι τον πνευματικό κόσμο
Δείτε επίσης : démiurge |
demiurge (en)