depose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
depose (en)
- καθαιρώ
- (νομικός όρος) καταθέτω επίσημα και μετά όρκου σε δικαστήριο για υπόθεση