depose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

depose (en)

  1. καθαιρώ
  2. (νομικός όρος) καταθέτω επίσημα και μετά όρκου σε δικαστήριο για υπόθεση