deutlich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
deutlich (de)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- jemandem etwas deutlich machen - ξεκαθαρίζω κάτι (ένα πρόβλημα) με κάποιον